αλλοτέρμων

αλλοτέρμων
ἀλλοτέρμων (-ονος), ο (Α)
1. αυτός που έχει άλλο τέρμα
2. αλλότριος, ξένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο-* + τέρμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀλλοτέρμονα — ἀλλοτέρμων foreign masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”